- ὑπόρρυσις
- ὑπόρρυσιςsurface-drainfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόρρυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. υπόγειος οχετός, υπόνομος 2. ιατρ. αποξήρανση τών πληγών 3. μτφ. κατάπτωση, χώνεμα τής σάρκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρρυσις (< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. περί ρρυσις] … Dictionary of Greek
ὑπορρύσεις — ὑπόρρυσις surface drain fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόρρυσις surface drain fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόρρυσιν — ὑπόρρυσις surface drain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορρύσεων — ὑπορρύσεω̆ν , ὑπόρρυσις surface drain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορρύσεως — ὑπορρύσεω̆ς , ὑπόρρυσις surface drain fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)